- μονάχουσα
- μονᾰχ-ουσα, ἡ, fem. ofA
μοναχός 11
, Zeitschr.d.deutschen Palästinavereins 44.98 (Jerusalem, vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναχός 11
, Zeitschr.d.deutschen Palästinavereins 44.98 (Jerusalem, vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονάχουσα — (ΑΜ, Μ και μοναχούσα, ή) μοναχή, καλόγρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός κατά τα θηλ. σε ούσα (πρβλ. λεχ ούσα). Ο τ. μονάχουσα με αναβιβασμένο τον τόνο κατά τον τονισμό τού επιθ. μονάχος] … Dictionary of Greek